Διήμερο Εκπαιδευτικού
Σύνδεσμος για TEAMS
Φωτογραφίστε τις εργασίες σας και στείλτε τις στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
ή μέσω του προγράμματος Microsoft Teams
Φυλλάδιο Ελληνικών για την 28η Οκτωβρίου
Λύσεις φυλλαδίου Ιστορίας Στ΄ 17/5/2020
Αγγλικά : You have to do page 33 in your Activity Book.
Pupils Book page 37 answers.
Παρασκευή 15/05/2020
Μαθηματικά: Ασκήσεις βιβλίου (Μέρος 5)
Να γίνουν οι ακόλουθες διαιρέσεις στο τετράδιο κατακόρυφα - χωρίς χρήση υπολογιστικής μηχανής.
Σελίδα 40 Ασκηση 4 από α μέχρι στ
Σελίδα 41 Άσκηση 7
Σελίδα 41 Άσκηση 8 β (με τον τρόπο του Στέφανου)
Σελίδα 51 Άσκηση 13 από α μέχρι στ
Πέμπτη 14/05/2020:
Γεωγραφία:
e-mail: gsl.polemi@gmail.com
Τετάρτη 13/05/2020
Μαθηματικά: Βιβλίο (μέρος 5), Σελίδα 51, άσκηση 15 α, γ, δ. (όχι η β),
Να επιλέξετε τη σωστή εξίσωση για κάθε πρόβλημα. Στη συνέχεια οι εξισώσεις να λυθούν στο τετράδιο.
Τρίτη 12/05/2020
Ελληνικά: Ώρες με τη μητέρα μου
Φυσικές Επιστήμες:
Δευτέρα 11/05/2020
Ανακοίνωση για όσους μαθητές θα φοιτήσουν σε ιδιωτικό γυμνάσιο ή θα μετοικήσουν εκτός Κύπρου.
Μαθηματικά: Πολλάπλασιασμός δεκαδικών - Εμβαδόν τριγώνου
Ιστορία: Λύσεις φυλλαδίου για Καποδίστρια
Αγγλικά : You have to do, exercises 2 in page 30, in Activity Book.
11/05/2020 worksheet answers.
Τετάρτη 6/5/2020
Ιστορία: Φυλλάδιο Καποδίστριας
Αγγλικά
Dear students, from Monday, and every Monday at 13:00 until 13:30, we will have distance learning from Teams. For Monday 11th of May, you have to do, exercises 5 and 6 a and b in page 32 in Activity Book.
05/05/2020 worksheet answers.
Μαθηματικά: Πολλαπλασιασμός Δεκαδικών - Σελίδες βιβλίου
Τρίτη 5/5/2020
Φυσικές Επιστήμες
*Οι απαντήσεις μπορούν να σταλούν στο ακόλουθο e-mail: gsl.polemi@gmail.com
Αγγλικά
05/05/2020 Popsicles!
Answers for 01/05/2020 worksheet
enl.polemi@gmail.com
Ελληνικά : "Πρέπει να φανώ γενναίος"
Το μάθημα αυτό είναι μέσα στο βιβλίο των Ελληνικών.
Τυπώστε μόνο την τελευταία σελίδα από τα φυλλάδια.
Δευτέρα 04/05/2020
Μαθηματικά: Πολλαπλασιασμός Δεκαδικών (Μάθημα 3)
Παρασκευή 01/05/2020
Αγγλικά White sharks Send your answers to enl.polemi@gmail.com
Answers for 27/04/2020 worksheet
Τετάρτη 29 Απριλίου 2020
Ελληνικά: Το χέρι του Κλοτέρ - Ενότητα "Ατυχήματα"
Δευτέρα 27 Απριλίου 2020
Μαθηματικά: Πολλαπλασισμός δεκαδικών αριθμών (2)
Αγγλικά Numbers Send your answers to enl.polemi@gmail.com
Answers for 10/04/2020 worksheet
Παρασκευή, 24 Απριλίου 2020
Ελληνικά: Με λένε Σόνια Φυλλάδιο Γραμματικής
Το κείμενο "Με λένε Σόνια" είναι από το βιβλίο Ελληνικών (σελ 62 -67).
Μεγάλη Τετάρτη, 15 Απριλίου 2020
Ελληνικά: Ενότητα Πάσχα: Διπλή γιορτή
Μαθηματικά: Εξίσωση με αφαίρεση παρένθεσης
Μεγάλη Δευτέρα, 13 Απριλίου 2020
Ελληνικά: Ενότητα Πάσχα: Η κατακόμβη της Αγίας Σολομωνής
10 Απριλίου 2020
Μαθηματικά Πρόσθεση και Αφαίρεση Δεκαδικών Αριθμών
Αγγλικά Monkeys ... Send your answers to enl.polemi@gmail.com
Answers for 06/04/2020 worksheet
08 Απριλίου 2020
Ελληνικά Ενότητα Πάσχα: Πάσχα σε μια κατακόμβη
06 Απριλίου 2020
Αγγλικά Professions enl.polemi@gmail.com
Answers for 02/04/2020 worksheet
Ελληνικά: Οδηγίες χρήσης μιας καφετιέρας
03 Απριλίου 2020 Μαθηματικά: Ενότητα ποσοστών. Θέμα: Αύξηση τιμής / Φ.Π.Α
02 Απριλίου 2020
Αγγλικά Must or Mustn’t enl.polemi@gmail.com
Answers for 29/03/2020 worksheet
30 Μαρτίου 2020 Ενότητα 1ης Απριλίου 1955. Κείμενο 2: Ο ήρωας
Power Point παρουσίαση για τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-1959
29 Μαρτίου 2020
Αγγλικά Was or were
29 Μαρτίου 2020
Αγαπητοί γονείς και παιδιά.
Στις 26 Μαρτίου σας απέστειλα, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κωδικούς office365 του Υπουργείου Παιδείας & Πολιτισμού, μαζί με οδηγίες για να τους ενεργοποιήσετε και να συνδεθείτε στο πρόγραμμα τηλεκπαίδευσης microsoft TEAMS.
Επειδή, μέχρι σήμερα, δεν έχετε συνδεθεί ακόμη όλοι, σας παρακαλώ όπως προχωρήσετε άμεσα στην εγγραφή σας, ώστε να αποκτήσουμε μια πιο άμεση επικοινωνία μέσω του Προγράμματος ΤΕΑΜS.
Παρακαλώ ακολουθήστε με προσοχή τις οδηγίες, ώστε να γίνει σωστά η όλη διαδικασία.
Όσοι δεν έχετε πάρει το e-mail, ειδοποιήστε με ώστε να σας το ξαναστείλω.
Διευκρινίζω ότι μόνο με κωδικούς του Υπουργείου Παιδείας μπορεί κάποιος μαθητής να ενταχθεί στις "ψηφιακές τάξεις" που έχουν δημιουργηθεί. Όσοι έχετε προσωπικούς λογαριασμούς (π.χ. από κάποιο φροντιστήριο) δεν μπορείτε να συμμετάσχετε με αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, ή θα εγκαταστήσετε το TEAMS σε δεύτερη συσκευή για επικοινωνία με το Σχολείο ή θα αποσυνδέετε και θα επανασυνδέετε τους δύο λογαριασμούς σας, με την επιλογή "Σύνδεση - Αποσύνδεση ή log-in - log-out", που εμφανίζεται όταν πατήσετε το εικονίδιο με τα αρχικά σας πάνω δεξιά στην οθόνη.
Το Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού είναι ενήμερο για τις δυσκολίες και τις ελλείψεις που υπάρχουν και καταβάλλονται προσπάθειες ώστε να εξασφαλιστεί πρόσβαση στο TEAMS για όλα τα παιδιά.
27 Μαρτίου 2020 Ενότητα 1ης Απριλίου 1955 Κείμενο 1: Τα παιδιά της Κύπρου
26 Μαρτίου 2020 Δεύτερο Φυλλάδιο μαθηματικών πάνω στις ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ.
24 Μαρτίου 2020 Φυλλάδιο μαθηματικών πάνω στις ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ
22 Μαρτίου 2020
Χρησιμοποιήστε το βιβλίο της ιστορίας σας για να απαντήσετε τις ασκήσεις.
19 Μαρτίου 2020
Φυλλάδιο Μαθηματικών (Λόγοι - Αναλογίες - Ποσοστά)
18 Μαρτίου 2020
Κείμενα και εργασίες για την ενότητα της 25ης Μαρτίου 1821
Κάποιες από τις ασκήσεις του φυλλαδίου βασίζονται στα παράλληλα κείμενα.
Πηγμένο ήταν το λιμάνι της Χίου ως έξω, από τα καράβια της αρμάδας. Κάθε λογής σκαρί βρισκόταν κει πέρα. Τόσα τα κατάρτια και τα ξάρτια που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιανού πλεούμενου ήταν. Για να γιορτάσουν οι Τούρκοι το μπαϊράμι τους, είχαν σηκώσει πολύχρωμα μπαϊράκια και στα ξάρτια είχαν κρεμάσει λαδοφάναρα. Ολάκερο το λιμάνι φεγγοβολούσε.
Η πιο τρανή των μουσουλμάνων γιορτή είναι το μπαϊράμι. Από κάθε καράβι ακούγονταν τραγούδια. Τα συνόδευαν ούτια και τουμπελέκια. Το ζέφκι όλο και κόρωνε. Μα πιο τρανό από παντού, ήταν στο ντελίνι «Μανσουριγιέ» ! Η μεγαλοπρεπής καπιτάνα του Καρά Αλή, το καύχημα του τουρκικού στόλου, είχε αράξει αποτραβηγμένο απ’ τ' άλλα καράβια, αντίκρυ απ' το μπούρτζι.
Δύο χιλιάδες ψυχές βρίσκονταν κείνη τη νύχτα πάνω στην καπιτάνα. Ο καπουδάν πασάς (ναύαρχος) Καρά Αλής είχε προσκαλέσει στο «Πασά Γκεμισί», όλους τους άλλους καπεταναίους από τ' καράβια της αρμάδας, για να γιορτάσουν αντάμα. Είχε πιεί τόσο τσίπουρο που δεν μπορούσε ούτε να σταθεί στα πόδια του.
Για να ξεχωρίζει η καπιτάνα, στο πρυμνιό το άλμπουρο είχε κρεμάσει το σαντζάκι (σήμα τής ναυαρχίδας). Μα και το πλωριό κατάρτι, ο ανηλεής ναύαρχος το είχε «στολίσει» με καμιά εικοσαριά κρεμασμένους Χιώτες, έτσι για να τους βλέπουν στο βραδινό γλέντι.
Μεσονύχτι. Το φεγγάρι βρισκόταν στη χάση του. Τ' αστέρια παιχνιδίζοντας καθρεφτίζονταν στη θάλασσα. Τα δύο μπουρλότα, του Κανάρη και του Πιπίνου, ξεκίνησαν μέσα στο σκοτάδι με ρότα το λιμάνι της Χίου. Ο αέρας έφερνε από μακριά τα τραγούδια των Τούρκων απ' το νυχτιάτικο ξεφάντωμά τους.
Τα δύο μπουρλότα γλιστράνε αργά και ήσυχα ανάμεσα στα τούρκικα καράβια, για να μην τα πάρει κανείς είδηση. Ο Πιπίνος φέρνει βορειοδυτικά το μπουρλότο του, με σκοπό να το κολλήσει στο χασνέ γκεμισί (αντιναυαρχίδα) του καπιτάν μπέη (υποναυάρχου) πού ήταν προς τα κει αραγμένο. Ο Κανάρης έβαλε ρότα κατά το λεβάντε. Εκεί έχει αράξει η καπιτάνα. Όλο και ζυγώνει. Σωστό κάστρο είναι το τρικάταρτο ντελίνι τού Καρά Αλή μπροστά στο μικρό μπρίκι του Κανάρη.
Βρισκόταν τόσο κοντά πια το μπουρλότο, που οι γεμιτζήδες της καπιτάνας κατάλαβαν ότι τούτο το καράβι δεν είναι απ' τα δικά τους, μα ξένο, και άρχισαν να φωνάζουν.
Ο Κανάρης όμως έχει προβλέψει. Στο κατάρτι του κυματίζει αυστριακή σημαία. Και μια φωνή ακούγεται απ΄ το μπουρλότο ν' αποκρίνεται στους Τούρκους:
- Ντέμτσοι! Ντέμτσοι! (Αυστριακοί)
- Φούντο μπρε Ντέμτσοι! Φούντο! (Ρίξτε άγκυρα) Θα τρακάρετε, μπρε, με την «Καπιτάνα».
Καμιά απόκριση, αυτή τη φορά, από το μυστηριώδες «αυστριακό» καράβι που όλο και σιμώνει την καπιτάνα. Σε κάποια στιγμή οι σύντροφοι τού Κανάρη τον ακούνε να μονολογεί:
- Κωνσταντή, ήρθε η ώρα να πεθάνεις!
Ένα δυνατό τρακάρισμα ακούστηκε και το μπουρλότο ταρακουνήθηκε. Αυτό ήταν ! Η πλώρη του χτύπησε με τόση δύναμη, που χώθηκε όλη μέσα στη μπουκαπόρτα της καπιτάνας. Οι Έλληνες, με πρώτο τον καπετάνιο τους, πετάνε με μιας γάντζους και αλυσίδες και στα γρήγορα δένουν κολλητά τα το μπουρλότο με την καπιτάνα.
Ήταν τόσο αναπάντεχο το κτύπημα που πολλοί απ' τούς Τούρκους δεν προκάμανε να βασταχτούν και πέσανε ανάσκελα. Σαστισμένοι, δεν έχουν ακόμα νιώσει το τι έγινε… Απ’ την κουβέρτα (κατάστρωμα) βρίζουν τους «Ντέμτσους» που τρακάρανε πάνω τους χρονιάρα μέρα και τους χαλάσανε το γλέντι…
- Ρίξτε τη σκαμπαβία στο νερό και κατεβείτε όλοι σας , προστάζει ο Κωνσταντής και με τον δαυλό βάζει φωτιά στο μπουρλότο. Φωτιές ξεπετιούνται από παντού και αρχίζουν να γλύφουν τα πλάγια της καπιτάνας.
Ο Κανάρης πηδάει στη βάρκα όπου με καρδιοχτύπι τον προσμένουν οι συντρόφοι του. Αρχίζουν να λάμνουν. Με δύναμη χτυπάνε τα κουπιά στο νερό. Απ’ τη χαρά τους, μερικούς, τους παίρνουν τα δάκρια.
Με τις πρώτες φλόγες, οι Τούρκοι καταλαβαίνουν ότι το καράβι που έπεσε πάνω τους δεν είναι αυστριακό, μα ελληνικό μπουρλότο. Σαστισμένοι παρατάνε το ζέφκι και τρέχουν στην κουβέρτα της καπιτάνας ξεφωνίζοντας:
- Γιαγκίν ! (φωτιά) Ατές γκεμισί! (μπουρλότο). Γκιουρλάρ! (άπιστοι)
Οι φλόγες ξαπλώνονται γρήγορα και τρώνε ότι βρίσκουν στο δρόμο τους. Τίποτα δεν μπορεί πια ν' ανακόψει την κορωμένη φωτιά. Λαμπάδιασε από παντού.
Ο Καραλής φοβερίζει το τσούρμο του να σβήσει τη φωτιά. Πολλοί από τους γεμιτζήδες ρίχνονται κατά τη μεριά που έχει κολλήσει το μπουρλότο στο καράβι και προσπαθούν να το ξεμακρύνουν. Άδικα. Ο Κανάρης το έχει αλυσοδέσει με γάντζους τόσο καλά, μα και οι φλόγες δεν τους αφήνουν πια να πλησιάσουν.
Τα κανόνια της καπιτάνας ζεσταίνονται, κοκκινίζουν κι αρχίζουν να παίρνουν μονάχα τους φωτιά. Το ένα ύστερ' απ' το άλλο. Κι έχει 84 κανόνια το ντελίνι του καπουδάν πασά, που ξερνούν πυρωμένες τις σιδερένιες μπάλες τους και προκαλούν τον τρόμο.
Γλυτωμό δεν έχει πια το όμορφο τρικάταρτο ντελίνι. Παρακαλάνε τον Καρά Αλή να το αφήσει και να φύγει. Ούτε που θέλει να τ’ ακούσει. Πιστεύει ακόμα πως ο Αλλάχ θα τον βοηθήσει να το γλυτώσει.
Απ’ τα πολλά τον μισοκαταφέρνουν. Με το στανιό τον κατεβάζουν οι δικοί του σε μια φελούκα, να τον φέρουν στη στεριά. Δεν έχουν ακόμα κινήσει και σε μια στιγμή το πλωριό κατάρτι τριζοβολάει, γέρνει φλεγόμενο και γκρεμίζεται πάνω στη φελούκα. Βρίσκει τον Καρά Αλή στη μέση και του σπάει τη ραχοκοκαλιά. Ήταν αυτό το ίδιο που είχε κρεμάσει πάνω τους Χιώτες.
Τέτοια τιμωρία κανένας δεν πρόσμενε να ΄βρει ο καπουδάν πασάς. Πλημμυρισμένο στα αίματα τον βγάλανε στη στεριά και σε λίγο ξεψύχησε. Τον θάψανε στο κάστρο, όπου ο τάφος του σώζεται ακόμα.
Οι Έλληνες με τη σκαμπαβία τους όλο και ξεμακραίνουν για ν’ ανταμώσουν το καράβι του Ραφαλιά που καρτεράει να τους παραλάβει. Τη στιγμή που ανεβαίνουνε σε αυτό, λάμπει ξαφνικά από μακριά όλος ο τόπος. Ένας εκκωφαντικός κρότος ακούγεται, σαν να άστραψαν χίλια αστροπελέκια αντάμα. Η μπαρουταποθήκη της καπιτάνας πήρε φωτιά. Το καράβι ανατινάχθηκε. Αναμμένα ξύλα αποκαΐδια και ανθρώπινα κορμιά γέμισε η θάλασσα, ακόμα και η στεριά.
- Ετούτη είναι φωτοχυσιά! μονολογεί ο Κωνσταντής.
Τάκης Λάπας
Φίλοι γονείς
Τα πιο κάτω κείμενα είχαν διδαχθεί στην τάξη πριν το κλείσιμο των σχολείων.
Τα φυλλάδια έχουν ήδη γίνει.
Κοιμόμουν, κι όταν ξύπνησα είχα μέσα μου όλο το θλιβερό συναίσθημα ότι είχε ξημερώσει η τρομερή Καθαρή Δευτέρα με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Κι έπρεπε να περάσουν πενήντα μέρες ακέριες αυστηρή σαρακοστή με φασούλια, ρεβίθια και κουκιά. Αυγά, γάλα, τυρί, βούτυρο, ψάρι και προπάντων κρέας δεν έπρεπε ούτε να τ' αναφέρουμε με το στόμα μας, γιατί και τούτο λογίζονταν αμαρτία. Κι όταν ακόμα το 'φερνε λόγος για να ονοματίσει κανένας το γάλα, το βούτυρο, το τυρί, το ψάρι και - Θεός φυλάξει - το κρέας, έπρεπε να συνοδεύει την απαγορευμένη λέξη με την έκφραση «μακριά από τη Σαρακοστή κι από μας».
Μια μεγάλη λύπη είχε γραπωμένη την παιδική μου καρδιά και δεν μπορούσα να τιναχτώ πέρα από τα στρώματά μου και τα σκεπάσματά μου, τρέφοντας κάποια πλάνα ελπίδα ότι μπορούσε να μην ήταν αλήθεια ότι είχε ξημερώσει η ανεπιθύμητη Καθαρή Δευτέρα κι ότι κάποιο δυσάρεστο όνειρο γέννησε την ιδέα της.
- Πεινώ, μάνα! είπα της μάνας μου που συγύριζε το μαγειρειό.
- Άνοιξε την άρκλα, μου είπε, και πάρε ψωμάκι και φάε!
- Δεν έχει τίποτε προσφάγι; τη ρώτησα με δακρυσμένα μάτια.
- Σήμερα, παιδί μου, προσφάγι; μου απολογήθηκε εκείνη, σαν να παραξενεύονταν που της ζητούσα προσφάγι. Προσφάγι τρή¬μερο μέρα;
- Άλλο δεν τρων σήμερα τίποτα, εξόν από ψωμί ξερό; την ξαναρώτησα απελπισμένα.
- Τίποτε, τίποτε, μου απολογήθηκε εκείνη αποφασιστικά.
- Κανένα σύκο; Καμιά σταφίδα, να φάω για προσφάγι;
- Σύκο; Σταφίδα; Τι λες, μοναχέ μ' κι ακριβέ μ'; Σήμερα καθαροδευτέρα, σύκα και σταφίδες; Μόνο την Τετάρτη, ύστερα από δυο μέρες κάνει να φάμε σύκα και σταφίδες. Σήμερα κι αύριο καλά καλά δεν κάνει να φάμε ούτε ψωμί! Αλλά εσάς τα παιδιά σας το σχωρνάει ο Θεός αν φάτε ψωμί. Αλλά μονάχα ψωμί και νερό, και τίποτε, τίποτε άλλο!
- Πώς να κάνω, της είπα, που εγώ θέλω και προσφάγι; Ελιές δεν κάνει να φάω;
- Μπα, μπα, μπα! ξεφώνισε. Φτύσε γρήγορα μη μαγαρίσεις το στόμα σου και με τ' ανάβαλμά τους μόνο! Το λάδι δε βγαίνει από τις ελιές; Κι αναφέροντας τις λέξεις «λάδι» κι «ελιές», έφτυσε, για να ξε¬πλύνει το στόμα της να μη μαγαρίσει.
- Πώς να κάνω, της ξαναείπα, που δεν μπορώ να φάω χωρίς προσφάγι;
Τότε αυτή, κάνοντας πως θυμήθηκε κάτι, μου είπε για να με ξε¬φορτωθεί:
- Αν θέλεις καλά και σώνει προσφάγι, να πας στην πλαγιά να βρεις περδικαύγα στις περδικοφωλιές να φας. Κι αναφέροντας τα περδικαύγα, ξανάφτυσε.
- Και τρων περδικαύγα, μάνα; τη ρώτησα σαν να μην το πίστευα.
- Τρων, μου είπε. Όσα περδικαύγα (ξανάφτυσε πάλι) βρεις, να μου τα φέρεις να σου τα ψήσω να τα φας.
- Δεν τα θέλω ψημένα. Τα θέλω τηγανισμένα.
- Μόνο ψημένα κάνει γιατί τα τηγανισμένα θέλουν αρτυμή βούτυρο. Φτου, φτου! Με κόλασες, γιε μου.
- Ας είναι και ψημένα, είπα με χριστιανική συγκατάβαση. Αλλ' είναι νόστιμα τα περδικαύγα σαν τα κοτίσια;
- Και καλύτερα ακόμα.
- Και δε μου το ’λεγες λοιπόν από το πρωί, αλλά μ’ άφηνες να τυραννιέμαι;
Και λέγοντας αυτά ρούπησα σαν ελάφι έξω από τον αυλόγυρο. Στην αρχή σκέφτηκα να πάγω στην πλαγιά μόνος μου. Αλ¬λά δε μου 'ρχόταν καλά. Ήθελα συντροφιά. Ήθελα να ‘χω μαζί μου και τον αχώριστο φίλο μου το Γιάννη. Σιμώνω στον αυλόγυρό του και του φωνάζω:
- Γιάννη! Γιάννη!
- 'Ορσε! μου απολογήθηκε εκείνος μ' ένα κόμματο ψωμί στο χέρι.
- Έλα γρήγορα! του είπα σοβαρά.
- Τι με θέλεις; με ρώτησε.
- Έλα γρήγορα που σου λέω, τον πρόσταξα.
Βγήκε ο Γιάννης στο δρόμο, δαγκώνοντας ξέκαρδα ένα ξερό ψωμοκόμματο, σαν να ήταν ζυμωμένο με αγκάθια.
- Τι με θέλεις; μου ξαναείπε βγαίνοντας.
- Άφησε το ψωμί, του είπα σοβαρά, και άιντε μας να πάμε στα πλαγινά για περδικαύγα.
- Τι να κάνουμε τα περδικαύγα; με ρώτησε απορημένος.
- Τι να τα κάνουμε; του είπα. Να τα φάμε!
- Και τρώνε αυγά τώρα το μεγαλοσαράκοστο; με ρώτησε δισταχτικά πάλι εκείνος.
- Δεν τρων κοτίσια αυγά, του είπα. Μου το είπε η μάνα μου!
Η μάνα μου ήταν η πιο πολύξερη του χωριού μας και πολλών άλλων χωριών τριγύρω μας, κι ας μην ήξερε ούτε την αλφαβήτα.
Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά και αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός, αλλά περδικοφωλιές και περδικαύγα πουθενά. Γυρίζοντας όλη την ημέρα, ψάχνοντας εδώ κι εκεί, βρεθήκαμε βασίλεμα ηλίου σε μια βαθιά λακκιά, που είχαμε ένα φοβερό ανήφορο να κάνουμε για να ανέβουμε στο χωριό. Αλλά τα ποδάρια μας ήταν κομμένα από την κούραση κι από την πείνα. Και τι πείνα! Πείνα με δόντια που ρουφούσε τα σπλάχνα μας. Για ένα κομμάτι ψωμί, όχι σταρίσιο, αλλά και καλαμποκίσιο ακόμα, έδινα δεν ξέρω τι. Προσφάγι; Τυρί, αυγά, ψάρι, γάλα, κρέας … δεν περνούσαν καθόλου τότε από το νου μας. Ψωμί! Ψωμί να λεγόταν κι ας ήταν ό,τι! Πώς να βγάλουμε όμως τον ανήφορο και να φτάσουμε στο χωριό για να φάμε; Ιδού το μέγα ζήτημα! Δοκιμάσαμε ν’ ανηφορίσουμε αλλά τα ποδάρια μας έκαναν προς τα πίσω κι όχι προς τα εμπρός…
Εκεί που καθόμαστε απελπισμένοι και βλέπαμε να μαυρίζει και ν’ αγριεύει πλειότερο η νύχτα, ακούμε να φωνάζουν τα ονόματά μας από τη ράχη, αλλά εμείς δεν είχαμε τη δύναμη ν’ απολογηθούμε και να δώσουμε να καταλάβουν που βρισκόμαστε, για να ’ρθουν να μας σηκώσουν. Άξαφνα ακούμε πολύ κοντά μας, σαν είδος απολογίας σ’ εκείνους που μας φώναζαν, ένα δυνατό… γκάρισμα γαϊδουριού. «Γκααααρρρρ»! Μάλιστα το γνωρίσαμε από την γκαριξιά τίνος γαϊδούρι ήταν. Ποιο χαρμόσυνο άγγελμα δεν μπορούσε να μας γένει σ’ εκείνες τις απελπιστικές στιγμές. Μας φάνηκε γλυκύτερο κι από λάλημα του αηδονιού εκείνο το γκάρισμα! Ήταν γκάρισμα γεμάτο ελπίδα και χαρά για μας τους αποκαμωμένους και καταπεινασμένους.
Βάλαμε και την τελευταία μας δύναμη για να μπορέσουμε να πάμε κοντά του. Το βρήκαμε ξεσαμάρωτο και ξεκαπίστρωτο, αλλά δεν μας πείραζε αυτό. Το καπιστρώσαμε αμέσως με τα ζωνάρια μας και το καβαλικέψαμε, εγώ μπροστά κι ο Γιάννης πίσω, και ξεκινήσαμε τον ανήφορο για το χωριό.
Το χωριό ήταν άνω κάτω για το χαμό μας, κι ο ζευγίτης ρωτούσε τον πιστικό κι ο πιστικός το ζευγίτη, αν είχαμε φανεί πουθενά. Κοντά στις μάνες μας και στους δικούς μας που στεναχωριόνταν κι έκλαιγαν για μας κι έτρεχαν απ’ εδώ κι απ’ εκεί, στεναχωριόταν κι η γειτόνισσα μας για το χαμένο της γαϊδούρι, μην της το φάει τη νύχτα κανένας λύκος.
Το γαϊδούρι μπαίνοντας στο χωριό άρχισε να γκαρίζει χαρούμενα και μια τσιούπρα, που μας πρωτόειδε στα σκοτάδια και μας γνώρισε, έτρεξε να το πει στα σπίτια μας για να πάρει τα συχαρίκια. Σε μια στιγμή, έτρεξε όλο το χωριό με αναμμένα δαδιά και μας ρωτούσαν με περιέργεια πώς είχαμε χαθεί. Οι πλειότεροι είχαν την ιδέα ότι μας είχανε πάρει ξωτικιές ή νεράιδες και μας άφησαν γιατί ήμαστε μικρά ακόμα.
Μέσα σε κείνη την αναμπουμπούλα ένιωσα ότι με είχε αρπάξει κάποιος στην αγκαλιά του κι έχασα από κάτω μου το γάιδαρο που με κουβαλούσε. Ήταν η μάνα μου, που με φιλούσε κλαίγοντας και ρωτώντας:
- Τι μου `γινες σήμερα μονάκριβέ μου;
- Είχαμε πάει για περδικαύγα με το Γιάννη.
- Χαλασιά μου και φουρτούνα μου, παιδάκι μου. Τι πήγα να σου κάνω σήμερα η στρίγγλα εγώ!
Είχαμε μπει πια στην αυλή του σπιτιού μας.
- Ψωμί! Ψωμί! φώναξα μ’ αδυνατισμένη φωνή.
- Ψωμί, μωρή! φώναξε κι η μάνα μου στην αδερφή μου. Ψωμί γρήγορα γιατί λιγώθηκε το παιδί από την πείνα!
Και πριν μπούμε ακόμα σπίτι, μου παρουσίασε ένα κόμματο ψωμί η αδελφή μου. Άρχισα να το καταπίνω. Νόμισα ότι ήταν ζυμωμένο με μέλι. Τόσο γλυκό μου φαινόταν!
Όταν άνοιξα τα μάτια μου που μου τα ’χε κλεισμένα η πείνα, είπα στη μάνα μου:
- Μάνα ..! Με μέλι το ’χεις ζυμωμένο σήμερα το ψωμί;
- Όχι, παιδί μου…
- Τότε γιατί είναι έτσι γλυκό;
- Έτσι είναι, μοναχέ μου κι ακριβέ μου, το ψωμί της Καθαρής Δευτέρας για εκείνους που δεν φαν καθόλου όλη την ημέρα.
Και μολαταύτα εγώ είχα την ιδέα ότι μου το ’χε ζυμώσει με μέλι το ψωμί εκείνο η μάνα μου, για να με ικανοποιήσει για το γέλιο των περδικαυγών, που μου είχε κάνει εκείνο το πρωί.
Χρήστος Χρηστοβασίλης
Την Άνοιξη του '40, γυρίζαμε από σχολικό περίπατο, τραγουδώντας μες στη λιακάδα, η συμμαθητεία όλη, όταν, όπως συμβαίνει στα όνειρα μόνο, βρεθήκαμε τα παιδιά αντίκρυ στο θαύμα: στην καρότσα ενός φορτηγού, στην πλατεία του χωριού, μέσα σε μια πελώρια ξύλινη κλούβα, να μισοκρύβεται το ελάφι! Και μετά να προβαίνει, για ένα ολόκληρο σχεδόν λεπτό. Πρόφτασα και το αποτύπωσα, τα κλαδωτά κέρατα και τα λιγνά του ποδάρια, ολοζώντανο μέσα μου, κι αναλήφτηκε. Το φορτηγό έφευγε κιόλας για τον Παρνασσό. Η δασική υπηρεσία θ' άφηνε από τώρα στο πευκοδάσος το αρσενικό και θ’ ακολουθούσε σε λίγους μήνες το ταίρι του.
Μανούλα μου! Ένα εξωτικό φερμένο απ' τα παραμύθια ολόισια, ένα ελάφι αληθινό, θα ζει τώρα και θα τριγυρνάει μέσα στα δάση του Παρνασσού! Θα βόσκει το παχύ χορτάρι στ’ απόσκια, θα πίνει στις μαγεμένες πηγές του! Θα προβαίνει στα ξέφωτα με τις ώρες, ακίνητο στον ουρανό. Θα «φωλιάζει» τις νύχτες στα σύδεντρα... Το χειμώνα; Θ’ ανακαλύψει άραγε καμιά σπηλιά; Τι θα κάμει σαν πέσουν τα χιονιά;
Θα το ξαναδώ μήπως καμιά φορά, θα μου γίνει αυτός ο πόθος; Αχ, και να γινόμαστε οι δύο μας ζευγάρι αξεχώριστο, φίλοι πιστοί, τριγυρνώντας στις εξοχές… Και στο χωριό ύστερα μέσα, προκαλώντας τη ζήλεια και την κατάπληξη όλου του κόσμου… Δε με συμμάζευε πια τίποτα.
Έτσι, λοιπόν, ονειροπολούσα εγώ, το παιδί… Μα οι Δασικές Υπηρεσίες μας; Τι αλήθεια λογάριαζαν οι απονήρευτες, τι φαντάστηκαν ξαμολώντας ελεύτερο κοτζάμ θηρίο στα καλαμποκοφάσουλα του οροπεδίου, σαν κόκορα στο ζυμάρι; Τι τους πέρασε απ' το νου; Πως θ’ αναγνώριζε το ξένο βιός και θα συγκρατιόταν μονάχο του, ή πως οι χωριάτες, μαγεμένοι απ’ τη χάρη του, θα του χαλάλιζαν τη σοδειά τους, θυσία στην ομορφάδα του, όπως θα 'κανα οπωσδήποτε εγώ αν ήταν στο χέρι μου;
Μυστήρια πράματα. Γιατί σαν φούντωσε καλά τ' οροπέδιο, και θράσεψαν τα καλαμπόκια, βρήκε το ελάφι στρωμένο παράδεισο κι οι χωριάτες το διάολο τους με κλαδωτά κέρατα. Όπου έπεφτε μια φορά, δε φύτρωνε πλέον χορτάρι.
Κι άρχισε ο παραλογισμός. Να το βγάλουν από τη μέση ήταν αδύνατο, ήταν ταμπού, το κτήμα της πολιτείας, προστατευμένο απ' τους νόμους και τους προφήτες της. Να σηκώσουν φράχτες εξάλλου και κάγκελα, να κλείσουν μέσα τα χωραφάκια τους απ' τη μια μέρα στην άλλη, σαν δύσκολο πάλι.
Το μπόδιζαν το λοιπόν... Με φωνές και φοβέρες τη μέρα, με ξύλα, πέτρες και τενεκέδες τη νύχτα, με ζαγάρια και χουγιαχτά «το 'λάφι μωρέ, το 'λάφι»! τ' οροπέδιο επί ποδός! Ν' αποδιώχνουν, κατάλαβες, και να παραπαίρνουν, σαν να 'τανε χολεριασμένο, οι χωριάτες ομόφωνοι, τι, το ελάφι! Που χίμηξε μια μέρα κι αυτό σε μια κακομοίρα γυναίκα και της τσάκισε όχι και λίγα πλευρά με τα κέρατά του!
Το άλλο καλοκαίρι, ήταν αυτό του '41. Οι Γερμανοί διάβηκαν, οι στρατιώτες μας, όσοι τυχεροί, γύρισαν, ο κόσμος ανάσαινε όπως ανάμεσα στις καταιγίδες.
Το ελάφι εκεί. Όταν τις νύχτες άκουα βαθιά τα γαβγίσματα και τους τενεκέδες, τη φριχτή πρόγκα, «το ’λάφι, μωρέ, το ‘λάφι», η καρδιά μου μάτωνε. Γιατί απειλούσαν ανοιχτά τώρα πως θα το σκότωναν και λογάριαζαν όλο πιο λίγο την εξουσία, που δεν ήταν ελληνική δα και κανονική, κι ο Δασικός «δεν άκουε πια πολύ, ούτε κι έβλεπε», ούτε απαγόρευε όπως πριν την υλοτομία ούτε μηνύσεις έκανε κι αυτός κι η αστυνομία.
Το σκότωσαν με τα πρώτα κρύα του φθινόπωρου…
Λουκάς Κούσουλας
Θα σας πάγω σήμερα σε κάποια μέρη ξεχασμένα, κοντά σ’ ένα βουνό γίγαντα, λεγόμενο Τσιμποράθο. Άλλη φορά ζούσανε σ’ αυτόν τον τόπο κάτι άνθρωποι απλοί κι αγαθόκαρδοι, πλην σήμερα έχουνε ξεκληριστεί από τους άσπρους που περάσανε στην Αμερική, από την Ευρώπη. Γι’ αυτό φαντάζομαι πως, οι λιγοστοί που βαστάνε ακόμα απ’ αυτούς τους φουκαράδες, στη φαντασία τους ο διάβολος θα ’ναι άσπρος κι όχι μαύρος σαν τον δικό μας, αφού από τότες που πατήσανε στον κόσμο τους οι άσπροι, όλες οι δυστυχίες πέσανε στην κεφαλή τους.
Να δείτε τι καλοί άνθρωποι βρίσκονται ανάμεσα σε κείνα τ’ άσπλαχνα βουνά. Λέγανε πως πολύ μακριά, κοντά σε κάποιο ποτάμι, ζούσε μια φυλή πολύ άγρια κι αιμοβόρα, λεγόμενη Μαλάμπας. Βρέθηκε ένας Ιγγλέζος χασομέρης κι αποφάσισε να πάγει να τους δει, μα οι φίλοι του τον μποδίζανε, από φόβο μην τον χαλάσουνε κείνοι οι ανθρωποφάγοι. Αλλά αυτός πήρε τα μάτια του ολομόναχος, αφού κι ο παραγιός του φοβήθηκε να πάγει μαζί του, και τράβηξε, έχοντας μέσα σε κάτι ταγάρια χάντρες πολλές και κάτι τέτοια μωροπαίχνιδα.
Κίνησε κατά το γλυκοχάραμα, με μια ποταμίσια κουρίτα και κουπί τραβούσανε δυο Ιντιάνοι. Τη νύχτα κοιμηθήκανε στην ακροποταμιά. Το πρωί στείλανε τον ένα Ιντιάνο να πάγει στον Κασίκη και να του πει πως ήρθε ένας άσπρος άνθρωπος, γιος του Ήλιου, όπως τους λέγανε. Σε λίγη ώρα ήρθε ο Κασίκης, μέσα στην κουρίτα του, μαζί με τον Ιντιάνο που ’χανε σταλμένο.
Ο Ιγγλέζος του ’πε πως είχε πάγει σ’ αυτά τα μέρη γιατί είχε πόθο να δει τους Μαλάμπας από κοντά, και πως ήρθε σα φίλος. Και κείνος πολύ ευχαριστήθηκε. Αγκαλιαστήκανε και τον πήρε ο Κασίκης μέσα στο καΐκι του.
Φτάσανε στο παλάτι του πριν το μεσημέρι. Τότες ο Κασίκης κάθισε μαζί με τον άσπρο σε μια ψάθα. Τέσσερα παλικάρια παραστεκόντανε. Κουβεντιάζανε κάμποση ώρα. Ωστόσο ο Κασίκης υποψιαζότανε πως ο άσπρος πήγε για χρυσάφι, μα ο Ιγγλέζος τον βεβαίωσε πως να μην έχει τέτοια ιδέα.
Τότες ο γέρος τού είπε πως είναι λεύτερος να καθίσει μαζί τους όσο του αρέσει και να φύγει όποτε βαρεθεί, και πως μπορούσε να στείλει πίσω στο χωριό τούς δυο βαρκάρηδες· και πως θα τον πηγαίνανε στο χωριό οι δυο γιοι του, όποτε τραβήξει η καρδιά του να γυρίσει πίσω.
Αυτή η φυλή ήτανε απάνω-κάτω ίσαμε διακόσιες οικογένειες. Αλλά μέσα στα λογκάρια ήτανε σκορπισμένες και πολλές άλλες φυλές. Για τούτο βλέπανε οι άσπροι ν’ ανεβαίνει καπνός εδώ και κει μέσα στα δάση.
Άμα φάγανε, έβγαλε ο Ιγγλέζος τις χάντρες και τις μοίρασε, κι οι Ιντιάνοι κάνανε σαν τρελοί από τη χαρά τους. Ύστερα παρακάλεσε τις γυναίκες να ζωγραφίσουνε το κορμί του και να το παρδαλίσουνε, όπως είναι η συνήθειά τους. Τον πλουμίσανε λοιπόν μ’ όλη την τέχνη τους… Τους ξανάδωσε πάλι χάντρες, κουδούνια, χτένια και τέτοια. Στο γέρο Κασίκη χάρισε το κουτάλι του, το πιρούνι του και το μαχαίρι του, και στους γιους του δυο μπουκάλια.
Με το ρολόγι του ζουρλαθήκανε, μάλιστα σαν το ’βαλε απάνω σ’ ένα σανίδι, γιατί πρωτύτερα νομίζανε πως ο σφυγμός του χεριού του το ζωντάνευε. Σαν το ’βαλε στ’ αυτί τους, αρχίσανε να φωνάζουνε σαν παιδιά, πηδούσανε, χορεύανε, κι ύστερα πάλι πηγαίνανε και τ’ αφουγκραζόντανε. Στο τέλος συμφωνήσανε όλοι, πως είχε κλείσει μέσα κανένα πουλί, κι έκανε τικ τακ θέλοντας να φύγει. Τότες τ’ άνοιξε, και σαν είδανε μέσα, πιάσανε και φωνάζανε: «Μανάν, Mανάν, Xι τρομπιχότε», που θα πει: «Όχι, όχι, είναι ζαχαρόμυλος», επειδή κάποιος τους είχε πει για μια τέτοια μηχανή.
Τρώγανε δυο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ. Τρώγανε μπανάνες κι άλλα φρούτα, λίγο κρέας και ψάρια, που ’χε πολλά το ποτάμι. Τιμωρούσανε τον κλέφτη, βάζοντάς τον ο Κασίκης να δώσει τα διπλά απ’ όσα έκλεψε. Μα πολύ ανάριες ήτανε οι αδικίες, και ποτές δε μαλώνανε. «Ποτές δε γίνεται σκοτωμός στο μέρος μας» είπε του Ιγγλέζου ο γέρος.
Κάθισε μαζί τους μονάχα δυο-τρεις μέρες. Τους αποχαιρέτησε, κι ήτανε πολύ πικραμένοι. Οι δυο γιοι του Κασίκη πήγανε μαζί του. Ο Κασίκης τον παρακάλεσε να του στείλει λίγο αλάτι, γιατί δε βρισκότανε εκεί πέρα τέτοιο πράμα, κι ύστερα του ’πε να ζήσει μαζί τους αν βαρεθεί τους άσπρους, και πως θα του ’δινε την κόρη του για γυναίκα, και πως θα γίνει Κασίκης στο ποδάρι του.
Σαν κατεβήκανε στην ακροποταμιά, όλες οι γυναίκες τρέξανε κοντά του. Τη στιγμή π’ αρχίσανε να κατεβαίνουνε το ποτάμι, μαζευτήκανε όλες και πιάσανε και λέγανε κάποιο τραγούδι του μισεμού. Αυτές πρωτολέγανε κι οι γιοι του Κασίκη αποκρινόντανε από το καΐκι. Κοίταξε η μάνα μας η φύση, τι μεγάλα πράματα μαθαίνει στα παιδιά της.
Κείνη τη στιγμή ο άσπρος άνθρωπος γύρισε το πρόσωπό του και σφούγγιξε τα δάκρυά του ντροπιασμένος. Αχ! Γι’ αυτόν τον αμαρτωλό κατέβηκε ο Χριστός στη γη, ενώ για κείνα τα αθώα πλάσματα δεν ήτανε καμιά ανάγκη να σταυρωθεί.
Φτάνοντας στο χωριό, απ’ όπου είχε ξεκινήσει, οι φίλοι του χαρήκανε πολύ, γιατί τον είχανε για χαμένο, και γελάσανε με το πλουμισμένο πετσί του. Γέμισε αλάτι το καΐκι και το ’στειλε του Κασίκη. Έδωσε και κάτι πράματα στα παιδιά του. Τον αγκαλιάσανε και τον φιλήσανε απάνω στο στήθος.
Άμα αλαργάρανε, τα μάτια του Ιγγλέζου ξαναβουρκώσανε. Αυτοί οι άνθρωποι τι είχανε να περιμένουνε από τη φυλή του; Να γίνουνε πιο τίμιοι; Να γίνουνε πιο ευτυχισμένοι;
Φώτης Kόντογλου
Το μεγάλο ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο. Αν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ένα γρόσι.
Εκείνη τη χρονιά, ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο. Πήγα και βρήκα το φίλο μου το Μιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς και ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα
- Το ταμπούρλο το ΄χουμε! του φώναξα. Βγαίνουμε απόψε;
Ο Μιχάλης δέχτηκε αμέσως. Είπε όμως πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του το Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. Η αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος.
Ξεκινήσαμε βραδάκι. Ο Μιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι και η φροντίδα να τ’ αναβοσβήνω κάθε τόσο. Ο Δημήτρης είχε τα χέρια στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά πότε πιο πίσω μας.
Η «πελατεία» του Μιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη στις φτωχογειτονιές. Οι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι ευχαριστώ αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τ’ αμύγδαλα.
Τότε εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Αυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Μέρες τώρα το φύλαγα.
Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι. Από τα Χριστούγεννα ακόμα με ρωτούσαν:
- Ε, πιτσιρίκο! Δε θα ΄ρθεις να μας τα πεις;
Εγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα όμως τ’ όνομα και φρόντιζα να μάθω και τη διεύθυνση. Έτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης», ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι εφτά «γενναία» ονόματα.
Η δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Τάκης, ο γιος του κυρ Στέφανου του μπαρμπέρη ήρθε να πει τα κάλαντα.
Κι έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Τα σελινάκια ήρθαν να σκεπάσουν τα γρόσια των φτωχογειτονιών. Μα ένα πράμα δε μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Με φίλευαν ιδιαίτερα και μου ΄διναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Όμως η καρδιά μου δε βάσταξε και τους τ’ ομολόγησα αμέσως. Κι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στο κοινό ταμείο.
Όλα θα τελειώναν μια χαρά, θα περνούσαμε μια Πρωτοχρονιά φίνα, αν στο γυρισμό, εκεί στα μπαξεδάκια του Μαρουφιού, δε συναντούσαμε το Στραβοσπύρο με την παρέα του. Ο Στραβοσπύρος ήταν ένας μόρτης ίσαμε κει πάνω. Τις Κυριακές, στον Άγιο Κωνσταντίνο, πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Μαζί του ήταν και δυο άλλοι – Παναγιά φύλαγε! – που κουβαλούσαν μια λατέρνα* και ένα φαναράκι τζάμινο στολισμένο με λογής λογής κορδέλες και χαρτιά! Τι ήθελε ο Δημήτρης να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας;
Ώσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Τι μπορούσε να σου κάνει κι ο Μιχάλης, το παιδί, μ’ αυτούς τους νταγλαράδες;
Εγώ κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου τράβηξα για το σπίτι. Ο Μιχάλης κι ο Δημήτρης όμως πήραν το κατόπι τους μόρτες καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες να τους πιάσουν.
Δεν ξέρω πως τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Εκείνο όμως που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα μια Πρωτοχρονιά γεμάτη πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη.
Στρατής Τσίρκας
Η αταξία είναι ο νόμος μας, και όλοι οι καλικάντζαροι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε αταξίες. Kάνουμε αταξίες τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, μα και το Πάσχα, τις Απόκριες, το Δεκαπενταύγουστο… Γενικώς κάνουμε αταξίες παντού και πάντοτε, εκτός βέβαια από τα Θεοφάνια, που μας κυνηγάει αυτός ο ενοχλητικός παπάς με την αγιαστούρα του!
Από την πρώτη μέρα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έμαθε τραγουδάκια όπως:
"Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου να περπατώ,
να πηγαίνω στο σχολειό
για να μάθω αταξίες
και να κάνω φασαρίες"
και παροιμίες όπως:
"Μια αταξία την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα!"
αλλά και ηθικά διδάγματα όπως:
"Όποιος έχει δύο αταξίες, να δίνει τη μία στο φίλο του."
Εγώ ήμουν ο καλύτερος μαθητής της τάξης και έπαιρνα συνεχώς άριστα. Όλα άλλαξαν όμως, όταν έφτασε η στιγμή να κάνουμε και πρακτική εξάσκηση στην αταξία.
Ανεβήκαμε στη γη κρυφά το βράδυ, μπήκαμε σ΄ ένα δημοτικό σχολείο και ανακατέψαμε όλες τις τάξεις. Άλλος γύρισε τα θρανία ανάποδα, άλλος έβαψε τον μαυροπίνακα άσπρο κι άλλος έβαλε πινέζες στη έδρα. Ο χοντρός Αναμπουμπούλης, αν κι ο χειρότερος της τάξης, κρέμασε το βρακί του επιστάτη στο κοντάρι της σημαίας, κερδίζοντας έτσι το πρώτο του άριστα. Εγώ ανέλαβα την πιο δύσκολη αποστολή. Μπήκα στη βιβλιοθήκη και ανακάτεψα τα βιβλία.
Όταν ξημέρωσε ακούγαμε όλοι, κρυμμένοι στη σκεπή, τα κατορθώματα της πρώτης μας . αποστολής:
- Ποιος αναποδογύρισε τα θρανία; ακούστηκε η πρώτη φωνή.
- Γιατί δεν γράφουνε οι κιμωλίες; ακούστηκε η δεύτερη.
- Άουτς!!! φώναξε η δασκάλα της τρίτης τάξης.
- Γιατί κυρία η σημαία είναι κόκκινη με άσπρες καρδούλες; απόρησε ένα πρωτάκι.
- Μα τι ωραία ταξινόμηση είναι αυτή στην βιβλιοθήκη! Πρώτη φορά συναντώ τέτοια τάξη! ακούστηκε τέλος κι η φωνή του διευθυντή του σχολείου.
Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν! Ο δάσκαλος μου με αγριοκοίταξε!
Τα άλλα καλικαντζαράκια ξεκαρδίστηκαν κι εγώ, μετά από αυτή τη γκάφα, πήρα το πρώτο μου ολοστρόγγυλο μηδενικό.
Σε λίγες μέρες έφτασε η στιγμή για την δεύτερή εξόρμηση στη γη. Στο μουσείο. Βάλαμε στον καφέ του φύλακα υπνωτικό, του γυαλίσαμε την φαλάκρα και του κάναμε περμανάντ το μουστάκι. Ύστερα, φορέσαμε στα αγάλματα φανελάκια και εσώρουχα, και μπερδέψαμε τις ψηφίδες των μωσαϊκών. Ο χοντρός Αναμπουμπούλης μάσησε όλα τα αρχαία νομίσματα. Εγώ, θέλοντας να βελτιώσω τη βαθμολογία μου, ασχολήθηκα με κάτι σπασμένα βάζα που βρήκα σε μια βιτρίνα.
Ύστερα, κρυφτήκαμε όλοι πάνω στους πολυελαίους περιμένοντας την βαθμολογία.
- Δεν του πάει καθόλου το κατσαρό μουστάκι του φύλακα! είπε μια Ολλανδέζα τουρίστρια.
- Το ροζ νυχτικό του Ηνίοχου είναι πολύ σικ! θαύμασε μια Γαλλίδα.
- Μα είχανε παζλ στην αρχαιότητα; Δεν το ήξερα! αναρωτήθηκε ένας Άγγλος.
- Στην αρχαία Ελλάδα δαγκώνανε τα χρυσά και τα ασημένια νομίσματα για να δουν αν είναι γνήσια! συμπέρανε ένας Ελληνοαμερικανός. Στο Φαρ Γουέστ, πριν χρόνια, κάναμε το ίδιο κι εμείς οι Αμερικάνοι.
- Τι θαύμα είναι αυτό! ακούστηκε τέλος και η φωνή της αρχαιολόγου. Ποιος μπόρεσε να κολλήσει τα μπερδεμένα κομμάτια των αγγείων;
Τριάντα δύο ζευγάρια μάτια και ένα ζευγάρι γυαλιά με κοίταξαν με φρίκη!
- Μα νόμιζα ότι τα θέλανε σπασμένα τα βάζα! προσπάθησα να απολογηθώ εγώ, αλλά ο δάσκαλος ζωγράφισε στο μπλοκάκι του ένα τεράστιο κουλούρι.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, μαζί κι οι απολυτήριες εξετάσεις. Σε μας η σχολική χρονιά αρχίζει την επομένη των Φώτων και τελειώνει την παραμονή των Χριστουγέννων, όπου όλοι πια οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη για αταξίες. Οι εξετάσεις θα δίνονταν σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στη γη κι έτσι το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων, μαθητές και δάσκαλοι καλικάντζαροι μαζευτήκαμε στην στολισμένη είσοδο του εμπορικού κέντρου. Με ένα σφύριγμα του διευθυντή, όλα τα καλικαντζαράκια ξεχυθήκαμε στους ορόφους.
Οι όροι του διαγωνισμού ήταν σαφείς: Όσες περισσότερες αταξίες, τόσο το καλύτερο, ενώ η καλύτερη αταξία θα βραβευότανε κιόλας. Εμείς μπορούσαμε να πάμε σε όλους τους ορόφους, εκτός από τον τελευταίο για λόγους ασφαλείας, μας είπαν, τους οποίους όμως δεν μας εξήγησαν.
Όση ώρα έτρεχα να βρω την αταξία μου έτρεχε και η καρδιά μου. Ας έκανα επιτέλους μια μικρή αταξία. Ας μπορούσα να αποδείξω ότι είμαι και έξυπνος και ικανός. Δεν ήθελα να μείνω στην ίδια τάξη!
Στον πρώτο όμως όροφο, δυστυχώς, με είχαν προλάβει, μιας κι οι συμμαθητές μου είχαν στολίσει όλα τα δέντρα με κάλτσες και παπούτσια! Στο δεύτερο, στο ζαχαροπλαστείο, ο χοντρός ο Αναμπουμπούλης είχε εργαστεί σκληρά έχοντας καταβροχθίσει όλα τα γλυκά από τις βιτρίνες και τα ψυγεία. Σίγουρα θα έπαιρνε μεγάλο βαθμό, αν κατάφερνε να κατέβει τις σκάλες μ' αυτήν την τεράστια κοιλιά. Στον επόμενο όροφο είχαν χύσει όλα τα αρώματα και τα καλλυντικά και το πάτωμα είχε γεμίσει με ζαλισμένους καλικάντζαρους.
Κρατώντας τη μύτη μου, έφυγα τρέχοντας για τον επόμενο, στο βιβλιοπωλείο. Μα κι εκεί με είχαν προλάβει, καθώς είχαν γυρίσει ανάποδα όλα τα γράμματα από όλα τα βιβλία. Μην με ρωτήσετε πως το έκαναν αυτό, γιατί ούτε εγώ ξέρω! Είχα φτάσει στον προτελευταίο όροφο κι ακόμα δεν είχα κάνει ούτε μια αταξία. Πως θα τολμούσα να κατέβω, χωρίς να έχω κάνει, έστω, μια μικρή προβιβαστική αταξία;
Εκείνη τη στιγμή όμως, μια ιδέα άστραψε στο μυαλό μου! Κι αν συνέχιζα για τον τελευταίο όροφο; Αυτό αποφάσισα και, αφού ανέβηκα τα σκαλιά, άνοιξα την πόρτα. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε κάτι μοναδικό! Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο παιχνίδια. Κούκλες, αυτοκίνητα, τρενάκια, σπιτάκια, αρκουδάκια. Στη μέση του δωματίου έλαμπε ένα ψηλό έλατο στολισμένο με εκατοντάδες μπάλες και φωτάκια, ενώ όλος ο τόπος μύριζε φρεσκοψημένα γλυκά. Έκατσα τότε στο πάτωμα απέναντι από το δέντρο κι ήτανε τόσο ζεστά και όμορφα, που έκανα μια ευχή:
- Πόσο θα 'θελα να ήμουνα χαρούμενος, όπως τα παιδάκια που παίρνουν δώρα και τραγουδάνε κάλαντα, κι όχι να δίνω εξετάσεις και να κινδυνεύω να μείνω στην ίδια τάξη.
- Έλα καλικαντζαράκι! ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου. Μη στενοχωριέσαι!
Τρομαγμένος γύρισα κι είδα ένα χοντρό γέροντα με κόκκινα μάγουλα και παχιά μούσια.
- Μην μου κάνεις κακό! κλαψούρισα.
- Ε, μα τι είναι αυτά που λες! Από πότε ένας καλικάντζαρος φοβάται; είπε γλυκά σκουπίζοντάς μου τα μάτια.
- Τώρα πια, δεν ξέρω αν θα παραμείνω καλικάντζαρος. Είμαι τόσο άχρηστος, που μπορεί να με διώξουν. Ούτε μια αταξία δεν είμαι ικανός να κάνω! είπα με πόνο, μα εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και μου είπε ήρεμα:
- Όσο υπάρχουν τα Χριστούγεννα, ποτέ ένας καλικάντζαρος δεν θα είναι άχρηστος. Κι όσο υπάρχουν οι καλικάντζαροι, θα υπάρχουν και οι αταξίες!
Και βγάζοντας από το κεφάλι του έναν κόκκινο σκούφο κεντημένο με χρυσή κλωστή, μου τον φόρεσε στο κεφάλι και με συνόδευσε στην πόρτα. Εκεί με φίλησε στο μέτωπο και με χαιρέτησε.
- Καλά Χριστούγεννα Κατεργαρή! είπε κι έκλεισε την πόρτα.
Εγώ νιώθοντας ξαφνικά πολύ χαρούμενος, κατέβηκα τα σκαλιά χορεύοντας με τον τεράστιο σκούφο του παππού που ήξερε το όνομά μου. Όταν όμως με αντικρίσανε οι άλλοι καλικάντζαροι, πάγωσαν.
- Ο σκου... Ο σκούφος! ψέλλισε σαστισμένος ο δάσκαλος.
- Τι έχει ο σκούφος μου; απόρησα εγώ.
- Είναι ο σκούφος του Αι-Βασίλη! είπε έκπληκτος.
- Ο Κατεργαρής έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! φώναξαν θαμπωμένα όλα τα καλικαντζαράκια.
Ξαφνικά όλοι με περικύκλωσαν και με σήκωσαν στα χέρια τους.
- Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκλεψε το σκούφο του Αι-Βασίλη! Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκανε την πιο δύσκολη αταξία! κραύγασαν όλοι.
Τότε, ο διευθυντής του καλικαντζαροσχολείου, μου έδωσε με περηφάνια το έπαθλο των εξετάσεων. Ένα μεγάλο λαμπερό κύπελλο με χαραγμένη τη φράση:" Στη μεγαλύτερη αταξία της χρονιάς"!
Έτσι, στους ώμους των άλλων καλικάντζαρων γύρισα στην Καλικαντζαροχώρα, κι εκεί με περίμενε μεγάλο τραπέζι και γλέντι ως την ημέρα των Φώτων. Το μεγάλο κύπελλο, όμως, το χάρισα στον Αναμπουμπούλη, γιατί εγώ δεν έκανα καμία αταξία στην πραγματικότητα, ενώ εκείνος πήγε στο νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα από τα πολλά γλυκά. Εμένα μου φτάνει που πέρασα την τάξη κι έχω τον ωραιότερο σκούφο στον κόσμο!
Λέττα Βασιλείου
Copyright 2025 - Δημοτικό Σχολείο Πολεμίου